ευκολοκυρίευτος

ευκολοκυρίευτος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να τόν κυριεύσει κάποιος εύκολα, ο ευάλωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίμαχος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυς. Ασκητής, ο οποίος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. * * * η, ο (AM ἐπίμαχος, ον)… …   Dictionary of Greek

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • ευκολόπαρτος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν κυριεύσει εύκολα, ο ευπόρθητος, ο ευάλωτος, ο ευκολοκυρίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + παρτος (< παίρνω), πρβλ. ά παρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”